σπήλιο

σπήλιο
το, Ν
το σπήλαιο, η σπηλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιο με συνίζηση (πρβλ. ελαία: ελιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… …   Dictionary of Greek

  • σπήλιος — Ορεινός οικισμός (25 κάτ., υψόμ. 860 μ.), στην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 94 κάτ.) στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, το Ανθηρό (58 κάτ., υψόμ. 890 μ.) και η Κερασώνα (11 κάτ.,… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Βασιλείου, επαρχία — Πρώην επαρχία (350 τ. χλμ.) του νομού Ρεθύμνης της Κρήτης, που καταργήθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας. Η επαρχία βρισκόταν στο τμήμα του νησιού που εκτείνεται προς το Λιβυκό πέλαγος και συνόρευε με τις πρώην επαρχίες Σφακίων και Αμαρίου.… …   Dictionary of Greek

  • Ασωμάτων, μονή — Μοναστήρι αφιερωμένο στους Ταξιάρχες. Βρίσκεται στον δήμο Σιβρίτου του νομού Ρεθύμνης και υπάγεται στη μητρόπολη Λάμπης και Σφακίων (έδρα Σπήλιο). Ιδρύθηκε στο τέλος της ενετοκρατίας. Στον πυλώνα του υπάρχει η χρονολογία 1692. Το μοναστήρι των… …   Dictionary of Greek

  • Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”